acipensero
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- acipensero < acipenser- + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | acipensero | acipenseroj |
αιτιατική | acipenseron | acipenserojn |
acipensero (eo)
- (ψάρι) ο οξύρρυγχος