acidometrio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | acidometrio | acidometrioj |
αιτιατική | acidometrion | acidometriojn |
acidometrio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | acidometrio | acidometrioj |
αιτιατική | acidometrion | acidometriojn |
acidometrio (eo)