acida
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | acida | acidaj |
αιτιατική | acidan | acidajn |
acida (eo)
- (για γεύση, ουσία, κλπ.) οξύς
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | acida | acidaj |
αιτιατική | acidan | acidajn |
acida (eo)