acetato
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | acetato | acetatoj |
αιτιατική | acetaton | acetatojn |
acetato (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | acetato | acetatoj |
αιτιατική | acetaton | acetatojn |
acetato (eo)