accompagnateur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- accompagnateur < accompagner
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.kɔ̃.pa.ɲa.tœʁ/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | accompagnateur | accompagnateurs |
θηλυκό | accompagnatrice | accompagnatrices |
accompagnateur (fr) αρσενικό
- ο συνοδός
- (μουσική) αυτός που συνοδεύει, ακομπανιάρει έναν σολίστα
- accompagnateur de piano - συνοδός πιάνου