Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ka.ble/

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό accablé accablés
θηλυκό accablée accablées

accablé (fr)

  1. καταβεβλημένος, τσακισμένος, κατάκοπος
    Une femme incolore, aux cheveux en mèches, au visage ridé, et qui semblait accablée, se tenait devant la porte. (από το βιβλίο «1984» του Τζώρτζ Όργουελ, όπως μεταφράστηκε στη γαλλική)