accablé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | accablé | accablés |
θηλυκό | accablée | accablées |
accablé (fr)
- καταβεβλημένος, τσακισμένος, κατάκοπος
- Une femme incolore, aux cheveux en mèches, au visage ridé, et qui semblait accablée, se tenait devant la porte. (από το βιβλίο «1984» του Τζώρτζ Όργουελ, όπως μεταφράστηκε στη γαλλική)