abutmento
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abutmento | abutmentoj |
αιτιατική | abutmenton | abutmentojn |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαabutmento (eo)
- το αντέρεισμα
Ίντο (io)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
abutmento | abutmenti |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαabutmento (io)
- το αντέρεισμα