abstinenco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abstinenco | abstinencoj |
αιτιατική | abstinencon | abstinencojn |
Ετυμολογία
επεξεργασία- abstinenco < abstinenc- + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαabstinenco (eo)
- η αποχή
Συνώνυμα
επεξεργασία
Ίντο (io)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
abstinenco | abstinenci |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαabstinenco (io)
- η αποχή