Ουσιαστικό

επεξεργασία

absence (en)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
absence < λατινική absentia

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ap.sɑ̃s/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
absence absences

absence (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία