abrotano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abrotano | abrotanoj |
αιτιατική | abrotanon | abrotanojn |
abrotano (eo)
- το μελισσόχορτο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abrotano | abrotanoj |
αιτιατική | abrotanon | abrotanojn |
abrotano (eo)