abrogé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | abrogé | abrogés |
θηλυκό | abrogée | abrogées |
abrogé (fr)
- που έχει ακυρωθεί, που έχει καταργηθεί
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | abrogé | abrogés |
θηλυκό | abrogée | abrogées |
abrogé (fr)