abolicio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abolicio | abolicioj |
αιτιατική | abolicion | aboliciojn |
abolicio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abolicio | abolicioj |
αιτιατική | abolicion | aboliciojn |
abolicio (eo)