ablativo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ablativo | ablativoj |
αιτιατική | ablativon | ablativojn |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαablativo (eo)
- (γραμματική) η αφαιρετική (πτώση)
Ίντο (io)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
ablativo | ablativi |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαablativo (io)
- (γραμματική) η αφαιρετική (πτώση)
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαablativo (it) αρσενικό
- (γραμματική) η αφαιρετική (πτώση)
- (μεταφορικά) βρίσκομαι στα τελευταία μου