Ετυμολογία

επεξεργασία
abjuration < λατινική abjuratio

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ab.ʒy.ʁa.sjɔ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
abjuration abjurations

abjuration (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία