abelujo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abelujo | abelujoj |
αιτιατική | abelujon | abelujojn |
abelujo (eo)
- η κυψέλη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | abelujo | abelujoj |
αιτιατική | abelujon | abelujojn |
abelujo (eo)