ενικός         πληθυντικός  
abeiller abeillers

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

abeiller (fr) αρσενικό

  1. (εντομολογία) είδος μύγας που τρέφεται με μέλι
  2. (ιδιωματικό) τόπος με κυψέλες
     συνώνυμα: abeillier