abdomen
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
abdomen < (λόγιο δάνειο) μέση γαλλική abdomen < λατινική abdomen < abdo
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
abdomen (en)
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
abdomen < (κληρονομημένο) μέση γαλλική abdomen < λατινική abdomen
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
abdomen | abdomens |
abdomen (fr) αρσενικό