abbé
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
abbé | abbés |
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
abbé (fr) αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία
- abbé - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- abbé - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online