abbot
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
abbot | abbots |
Ουσιαστικό επεξεργασία
abbot (en)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Abbott (επώνυμο)
Πηγές επεξεργασία
- abbot - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- abbot - Oxford Learner's Dictionaries
Σουηδικά (sv) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
abbot (sv)