abasourdissant
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | abasourdissant | abasourdissants |
θηλυκό | abasourdissante | abasourdissantes |
abasourdissant (fr)
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη abasourdir