aŭtopsio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- aŭtopsio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭtopsio | aŭtopsioj |
αιτιατική | aŭtopsion | aŭtopsiojn |
aŭtopsio (eo)
- η αυτοψία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭtopsio | aŭtopsioj |
αιτιατική | aŭtopsion | aŭtopsiojn |
aŭtopsio (eo)