aŭtonomisto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- aŭtonomisto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭtonomisto | aŭtonomistoj |
αιτιατική | aŭtonomiston | aŭtonomistojn |
aŭtonomisto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭtonomisto | aŭtonomistoj |
αιτιατική | aŭtonomiston | aŭtonomistojn |
aŭtonomisto (eo)