aŭtodafeo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aw.to.daˈfe.o/
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭtodafeo | aŭtodafeoj |
αιτιατική | aŭtodafeon | aŭtodafeojn |
aŭtodafeo (eo)
- το άουτο ντα φε
Άλλες γραφές επεξεργασία
- autodafeo στο H-sistemo
- auxtodafeo στο X-sistemo