aŭtobuso
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭtobuso | aŭtobusoj |
αιτιατική | aŭtobuson | aŭtobusojn |
aŭtobuso (eo)
- το λεωφορείο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭtobuso | aŭtobusoj |
αιτιατική | aŭtobuson | aŭtobusojn |
aŭtobuso (eo)