aŭtobiografio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- aŭtobiografio < aŭtobiografi + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭtobiografio | aŭtobiografioj |
αιτιατική | aŭtobiografion | aŭtobiografiojn |
aŭtobiografio (eo)