aŭtismo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- aŭtismo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭtismo | aŭtismoj |
αιτιατική | aŭtismon | aŭtismojn |
aŭtismo (eo)
- ο αυτισμός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭtismo | aŭtismoj |
αιτιατική | aŭtismon | aŭtismojn |
aŭtismo (eo)