aŭstrino
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭstrino | aŭstrinoj |
αιτιατική | aŭstrinon | aŭstrinojn |
aŭstrino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭstrino | aŭstrinoj |
αιτιατική | aŭstrinon | aŭstrinojn |
aŭstrino (eo)