aŭskultado
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭskultado | aŭskultadoj |
αιτιατική | aŭskultadon | aŭskultadojn |
aŭskultado (eo)
- η ακρόαση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭskultado | aŭskultadoj |
αιτιατική | aŭskultadon | aŭskultadojn |
aŭskultado (eo)