aŭdienco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭdienco | aŭdiencoj |
αιτιατική | aŭdiencon | aŭdiencojn |
aŭdienco (eo)
- το ακροατήριο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭdienco | aŭdiencoj |
αιτιατική | aŭdiencon | aŭdiencojn |
aŭdienco (eo)