aŭdaca
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- aŭdaca < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭdaca | aŭdacaj |
αιτιατική | aŭdacan | aŭdacajn |
aŭdaca (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭdaca | aŭdacaj |
αιτιατική | aŭdacan | aŭdacajn |
aŭdaca (eo)