aĥiltendeno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĥiltendeno | aĥiltendenoj |
αιτιατική | aĥiltendenon | aĥiltendenojn |
aĥiltendeno (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĥiltendeno | aĥiltendenoj |
αιτιατική | aĥiltendenon | aĥiltendenojn |
aĥiltendeno (eo)