aĥilkalkano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.xil.kalˈka.no/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĥilkalkano | aĥilkalkanoj |
αιτιατική | aĥilkalkanon | aĥilkalkanojn |
aĥilkalkano (eo)