aĉetisto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĉetisto | aĉetistoj |
αιτιατική | aĉetiston | aĉetistojn |
aĉetisto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĉetisto | aĉetistoj |
αιτιατική | aĉetiston | aĉetistojn |
aĉetisto (eo)