aĉetistino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĉetistino | aĉetistinoj |
αιτιατική | aĉetistinon | aĉetistinojn |
aĉetistino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĉetistino | aĉetistinoj |
αιτιατική | aĉetistinon | aĉetistinojn |
aĉetistino (eo)