aĉetanto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- aĉetanto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĉetanto | aĉetantoj |
αιτιατική | aĉetanton | aĉetantojn |
aĉetanto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aĉetanto | aĉetantoj |
αιτιατική | aĉetanton | aĉetantojn |
aĉetanto (eo)