VLT
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Συντομομορφή επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
VLT | VLTs |
VLT (en) αρκτικόλεξο
- συντομογραφία του video lottery terminal: βιντεοτερματικό λαχειοφόρου αγοράς
Δείτε επίσης επεξεργασία
- VLT στην αγγλική Βικιπαίδεια