Skrablo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | Skrablo | Skrabloj |
αιτιατική | Skrablon | Skrablojn |
Skrablo (eo)
- το σκραμπλ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | Skrablo | Skrabloj |
αιτιατική | Skrablon | Skrablojn |
Skrablo (eo)