Rourk
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
Rourk | Rourks |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Rourk < προέλευσης από την ιρλανδική γαελική < παλαιά νορβηγική
Κύριο όνομα
επεξεργασίαRourk (en) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
Rourk | Rourks |
Rourk (en) αρσενικό ή θηλυκό