O'Rourk
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
O'Rourk | O'Rourks |
Ετυμολογία
επεξεργασία- O'Rourk < προέλευσης από την ιρλανδική γαελική < παλαιά νορβηγική
Κύριο όνομα
επεξεργασίαO'Rourk (en) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
O'Rourk | O'Rourks |
O'Rourk (en) αρσενικό ή θηλυκό