Ετυμολογία

επεξεργασία
Reynolds < από όνομα Reynold
      ενικός         πληθυντικός  
Reynolds Reynoldses

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Reynolds (en)

  1. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο), αρχικά ως πατρωνυμικό
  2. ονομασία διαφόρων πόλεων (και χωριών) των ΗΠΑ


  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

επεξεργασία

Reynolds (en)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Reynolds < αγγλική Reynolds

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Reynolds (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • Louis Duchesne, Les noms de famille au Québec : aspects statistiques et distribution spatiale, Institut de la statistique du Québec, 2006, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [1]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Reynolds < αγγλική Reynolds

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Reynolds (de) αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [2], [3]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Reynolds < αγγλική Reynolds

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Reynolds (it) αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [4]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Reynolds < αγγλική Reynolds

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Reynolds (fi)

  • Finnish Digital and Population Information Agency, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, ενημέρωση δημοτολογίου μέχρι τις 31/7/2023 [5], [6]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Reynolds < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Reynolds αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [7]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Reynolds < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Reynolds αρσενικό ή θηλυκό

  • Priimki (M-R), Slovenija, letno, Vlada Republike Slovenije Statistični Urad Republike Slovenije (Επώνυμα (M-R), ετήσια, Κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, Στατιστική Υπηρεσία της Δημοκρατίας της Σλοβενίας), ανακτήθηκε 31/8/2023, CC BY 4.0 [8]