PLC
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
PLC | PLCs |
Συντομομορφή
επεξεργασίαPLC (en) αρκτικόλεξο
- (οικονομία) συντομογραφία του Public Limited Company: μετοχική εταιρεία, σχεδόν ταυτόσημου τύπου με την ανώνυμη εταιρεία (Α.Ε.), στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας και σε ορισμένα κράτη της βρετανικής Κοινοπολιτείας
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Public limited company στην αγγλική Βικιπαίδεια