Malstromo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | Malstromo | Malstromoj |
αιτιατική | Malstromon | Malstromojn |
Malstromo (eo)
- το μάελστρομ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | Malstromo | Malstromoj |
αιτιατική | Malstromon | Malstromojn |
Malstromo (eo)