Δείτε επίσης: ien, -ien

  Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. IEN < Inspection de l'Education nationale
  2. IEN < Inspecteur de l'Education nationale

  Συντομομορφή

επεξεργασία

IEN (fr) θηλυκό

  Συντομομορφή

επεξεργασία

IEN (fr) αρσενικό ή θηλυκό