inspecteur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | inspecteur | inspecteurs |
θηλυκό | inspectrice | inspectrices |
inspecteur (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | inspecteur | inspecteurs |
θηλυκό | inspectrice | inspectrices |
inspecteur (fr)