Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

IC < Integrated Circuit
IC < Instruction Counter

  Συντομομορφή επεξεργασία

IC (en) αρκτικόλεξο

  1. (πληροφορική) συντομογραφία του καταχωρητή instruction counter
     συνώνυμα: PC
  2. (ηλεκτρονική) συντομογραφία του integrated circuit

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • IC στην αγγλική Βικιπαίδεια