Δείτε επίσης: Delf

Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

DELF < Diplôme d'Études en Langue Française

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /dɛlf/

  Συντομομορφή επεξεργασία

DELF (fr) άκλιτο αρσενικό ακρωνύμιο