Ετυμολογία

επεξεργασία
Berkeley < αγγλοσαξονική beorc (σημύδα) + leah (λιβάδι)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈbɝkli/

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Berkeley (en)

  1. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)
  2. ανδρικό όνομα
  3. πόλη της Αγγλίας
  4. πόλη των ΗΠΑ στην Καλιφόρνια
    → δείτε τη λέξη Μπέρκλεϋ

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Everett-Heath, John (2020). Concise Oxford Dictionary of World Place Names [Συνοπτικό Λεξικό Παγκόσμιων Τοπωνυμίων της Οξφόρδης] (6η έκδοση). Oxford: Oxford University Press. 



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Berkeley < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Berkeley αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [1]