Δείτε επίσης: balıkçı, Balikçi, Balikci

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Balıkçı < επάγγελμα balıkçı (ψαράς, ιχθυοπώλης)
Συγγενή επώνυμα: αρμενικά Բալիկչյան (Balikčʿyan), νέα ελληνικά Μπαλικτζής

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Balıkçı αρσενικό ή θηλυκό

Παράγωγα

επεξεργασία