Balıkçı
Τουρκικά (tr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Balıkçı < επάγγελμα balıkçı (ψαράς, ιχθυοπώλης)
- Συγγενή επώνυμα: αρμενικά Բալիկչյան (Balikčʿyan), νέα ελληνικά Μπαλικτζής
Κύριο όνομα επεξεργασία
Balıkçı αρσενικό ή θηλυκό
Παράγωγα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Balıkçı, forebears.io.