Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈæk.tən/
 

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
Acton < αγγλοσαξονική ac (βελανιδιά) + tun (πόλη)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Acton (en)

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
Acton < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Acton

  1. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)
  2. πόλη του Καναδά



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Acton < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Acton αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [1]