AIRMET
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- AIRMET < Airman's Meteorological advisory
Συντομομορφή επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
AIRMET | AIRMETs |
- (μετεωρολογία, αεροπορικός όρος) μετεωρολογική προειδοποίηση αεροπόρου: ειδική πρόγνωση καιρού για πιλότους
Δείτε επίσης επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- National Weather Service, “AIRMET”, in National Weather Service glossary[1], National Oceanic and Atmospheric Administration